ίδμων

ίδμων
Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν μάντης και πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία για να ερμηνεύει τους οιωνούς στους συντρόφους του. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Άβα και της Αστερίας ή της Κυρήνης. Ο Ί. ταυτίζεται επίσης με τον Θέστορα, γιο του Απόλλωνα και της Λαοθόης και πατέρα του Κάστορα. Όπως αναφέρει ο μύθος, ο Ί. πληγώθηκε θανάσιμα από έναν κάπρο όταν οι Αργοναύτες βρίσκονταν στη χώρα των Μοριανδυνών.
* * *
ἴδμων, -ον (Α)
έμπειρος, γνώστης κάποιου πράγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ίδ-μων (< *Fίδ-μων), παράγωγο τού οίδα «γνωρίζω», εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα ιδ- τής ρίζας *Fειδ- (πρβλ. είδος) και συνδέεται με τον αρχ. ινδ. τ. vidman «φρόνηση»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ἴδμων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴδμων — having knowledge of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴδμονα — ἴδμων having knowledge of neut nom/voc/acc pl ἴδμων having knowledge of masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Идмон — (Ίδμων). Предсказатель, сын Аполлона и Астерии, или Кирены, совершивший путешествие вместе с Аргонавтами, несмотря на то, что ему была предсказана смерть на этом пути. Он умер в земле Мариандинов: по одним от болезни, по другим ужаленный змеею,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ἴδμονας — ἴδμων having knowledge of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴδμονες — ἴδμων having knowledge of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴδμονι — ἴδμων having knowledge of dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴδμονος — ἴδμων having knowledge of gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴδμοσιν — ἴδμων having knowledge of dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴδμωνα — Ἴδμων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”